Σελίδες

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Περπατήσαμε πολύ μέσα στη μέρα

Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, τα Χριστούγεννα στο σπίτι της γιαγιάς Κατίνας και του παππού Μίμη οι τοίχοι μύριζαν αυτή τη γλυκιά και λυγωτική μυρωδιά της αγάπης, που τότε δεν το καταλάβαινε κανείς. Και τα δώρα ήταν μια πρόφαση για να αγκαλιαστούμε και με τον πατέρα που τις υπόλοιπες μέρες κρατούσε σφιχτά αποστάσεις και αντιστάσεις.

Μόνο όταν εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου ο παππούς έφυγε βιαστικά, δίχως να τελειώσει τον καφέ του, μάθαμε όλοι την αλήθεια. Τότε μόνο είδαμε πως οι τοίχοι πια είχαν ασπριστεί και ήταν άοσμοι.
Τα γέλια λες και τα ρούφηξε το άσπρο. Σα να μεγάλωσε ξαφνικά ο καθένας σε μια πόλη με μια άγνωστη γλώσσα. Σιωπή βελούδινη είχε ραφτεί για όλους. Η γιαγιά ήταν μισή. Της έλειπε ένα κομμάτι από τα μάτια. Και κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει πια για την αγάπη. Εκείνη ήξερε όλη την αλήθεια. Όχι εμείς. 

Εμείς ζούσαμε δίπλα της. Εκεί που έφτανε να μας ζεστάνει.
Τα καλοκαίρια που ήμουν ακόμη μικρή και πλάγιαζα στην μεγάλη κάμαρα.. Δεν ήταν ο λίβας, μα οι κουβέντες τους λίγο πριν χωριστούν για τις ώρες του ύπνου. Κουβέντες για την μέρα, για το θείο ή και την μητέρα.. 

Τώρα μπορώ να καταλάβω. Τα βράδια που πλαγιάζω στη μικρή μου κάμαρα ξέρω. Πως ήταν εκεί όπου ξεκίνησε αυτός ο μεγάλος περίπατος.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Προορισμός

Κάποτε στέκεσαι στη μέση του δρόμου, βράδυ - δε συμβαίνει τίποτα, όμως η μακρινή φωνή ενός παιδιού, η μυρουδιά των γιασεμιών από έναν κήπο, η ησυχία των άστρων που τη διέκοψε το σφύριγμα του τραίνου, σου δίνουν μια αίσθηση σαν άξαφνα εδώ, αυτήν τη στιγμή, να έζησες όλα όσα προόριζε ο Θεός για σένα και τ 'άλλα αργότερα δε θα 'χουν πια καμια σημασία.

Τάσος Λειβαδίτης, από τα χειρόγραφα του φθινοπώρου ( 8η έκδοση, Κέδρος 1990 )

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Αλλά τα βράδια


Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι.

Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου

Λειβαδίτης Τάσος

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Bukowski


Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται
είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα
γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες
γεννημένοι μέσα σ’ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σ’ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού
η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό
τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη…

οι δεινόσαυροι, εμείς,  Charles Bukowski

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

"κλεμμένο"


Θα σε πετύχω τυχαία στο δρόμο. Καλησπέρα, τί κάνεις; Όλα καλά; Σκατά, τα ίδια, αντέχουμε. Θα περπατήσουμε μαζί.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να έρθω εδώ, να περπατήσω αυτούς τους δρόμους, να κοιτάξω αυτά τα πρόσωπα, να ζήσω αυτές τις μέρες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να φοβάμαι μέσα στο τρένο, να απελπίζομαι στις κεντρικές λεωφόρους, να ελίσσομαι ανάμεσα στα πτώματα, να αποφεύγω τα απλωμένα χέρια, να παρατηρώ τα παραιτημένα πόδια.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να ζήσω αυτά τα χρόνια, αυτές τις ουρές, αυτά τις αγωνίες, αυτές τις φτώχειες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις και θα σκέφτεσαι τις φωτογραφίες κάποιων διακοπών, τότε που ήμαστε όλοι είκοσι και τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Τίποτα δεν έμπαινε ανάμεσα στον εαυτό και την επιθυμία.
Θα πεις. Ήμουν φτιαγμένος για εκείνη την μακρινή παραλία με την παράταιρη καντίνα, τις παγωμένες μπύρες και την πίτα κάτω απ’ το αρμυρίκι. Για αυτοσχέδιες συναυλίες, μυστήριες γυναίκες, σπιτικά ποτά, αγέραστα καφενεία και νυχτερινές μπάρες. Ήμουν φτιαγμένος για πρωινές βόλτες και σακούλες γεμάτες βιβλία. Για βραδινά μπάνια και κοφτές ντρίπλες.
Οι ώμοι μου ήταν φτιαγμένοι για ένα σακίδιο που θα ξυπνούσε στη μία μεριά του κόσμου και θα κοιμόταν στην άλλη. Τα δάχτυλά μου ήταν φτιαγμένα για να γράφω εξυπνακίστικες ιστορίες και εντυπώσεις από απερίγραπτα τοπία. Το στόμα μου ήταν φτιαγμένο για να γελάει με φριχτά ανέκδοτα και να πίνει (άλλο) ένα τελευταίο κονιάκ και να φιλάει εξωτικούς λαιμούς, ξαπλωμένα χέρια και σεντονένια πόδια.
Ήμουν φτιαγμένος να γνωρίσω τη δυστυχία του κόσμου ως μυθιστόρημα, κακιά ανάμνηση, μελαγχολική ταινία και δυσπρόφερτο πετίσιον.
Τώρα κάνω βόλτες σε έρημους δρόμους πνιγμένους απ’ τα εκατοντάδες ενοικιάζεται. Γράμματα στοιβάζονται σε εισόδους, ζητιάνοι και πρεζάκια στοιβάζονται σε πεζοδρόμια, άνεργοι στοιβάζονται σε βιογραφικά, μετανάστες στοιβάζονται σε στρατόπεδα.
Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για να βαδίζουμε ατρόμητοι καταπάνω σε όλα τα ζόρια – λογαριασμοί, απολύσεις, ερημιές, μπάτσοι, φασίστες, βιβλιάρια υγείας. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα κλαίγαμε μόνο από έρωτα και εθιμοτυπικά, σε μεγάλες αθλητικές νίκες και επετείους. Άντε πότε πότε κι ένας θάνατος. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα διαβάζαμε τους θεωρητικούς για λόγους κουλτούρας και ότι θα τα βάζαμε με την υπερκατανάλωση, την αλλοτρίωση και άλλες έννοιες απ’ τις εκθέσεις ιδεών.
Δεν περιμέναμε ότι πρέπει να βγάλουμε φωτιά απ’ τις λέξεις, ότι πρέπει να περπατήσουμε ξανά μαζί σε χαμένες απεργίες, ότι πρέπει να ηττηθούμε όπως οι άλλοι, αυτοί που κάποτε θαυμάζαμε. Δεν περιμέναμε ότι η ζωή θα μας ζητήσει το λόγο.
Και τώρα, μείναμε να περπατάμε ανάμεσα στα λυσσασμένα για αίμα θύματα . Ο χαλασμός παντού γύρω. Ίσως κάναμε λάθος, ίσως ήμαστε αφελείς, ίσως συνοψίσαμε το όνειρο σε ότι χωρούσε στην αγοραστική μας δύναμη.
Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για αυτό, θα σου πω.
Ύστερα, θα κοιτάξουμε τριγύρω, τους δρόμους που περπατήσαμε. Την Καραγιώργη Σερβίας, την Αιόλου, την Αθηνάς απ’ την Ομόνοια ως την Πλάκα. Περιφερόμενοι μετανάστες, μικρομάγαζα, βιοτεχνίες, παπατζήδες, διάσημα εμπορικά καταστήματα, ξεχασμένες κόκκινες σημαίες, πρεζάκια στην Κλαυθμώνος, στένσιλ “welcome to the dark side”, δυο τρία μπαράκια που κάποτε παραήπιες, το τμήμα στην κάθετη της Κολολοτρώνη – περνάς και φτύνεις πάντα – , η πλατεία Συντάγματος γεμάτη κόσμο μπερδεμένο, μαλόξ στα μάτια στην Πανεπιστημίου, Δεκέμβριος 2008 καθισμένος στην άσφαλτο – δίπλα σου περνάει ένας και στο πλακάτ η Κούνεβα, την άλλη την πιάνουν ξαφνικά τα κλάματα – βόλτες στη Σωκράτους να δεις με τα ίδια σου τα μάτια, οι μαύρες σου μαυρίζουν την ψυχή, ένοχος γιατί μόλις βγήκες από το πάλαι ποτέ «σόουλ», πεταχτά φιλιά, μια γριά με αίματα και μάσκα σε κάποια διαδήλωση, το μεταξουργείο καθημερινή πρωί, μια ρακή στο Γιλμάζ στα Εξάρχεια, το παρκάκι απέναντι καθώς φτιαχνόταν, τα σουβλάκια των Κούρδων στην Κάνιγγος, ένας Πακιστανός που σου λέει ευχαριστώ σαν τρελός για ένα δίευρω. Κοιτάξαμε την πόλη μας, τους δρόμους που περπατήσαμε.
Θα γυρίσεις με ένα θυμό, όλο χαμόγελο, και το τσιγάρο στο στόμα και θα μου πεις, μη φοβάσαι ρε. Από δω και πέρα, δεν είμαστε φτιαγμένοι για να μας παγώνει ο φόβος. Από δω και πέρα είμαστε φτιαγμένοι για να ζήσουμε.
από το βυτίο http://tovytio.wordpress.com/2012/09/13/now_i_am/ )

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012


Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ' όνειρο στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους (...)

Τάσος Λειβαδίτης

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Κύριε….
είχα μια ζεστή καρδιά
σκεπασμένη με κεραμίδια
στην άλλη άκρη της πολιτείας

Κύριε….
αγαπούσα τα πουλιά
χαιρετούσα τους ανέμους
και μεγάλωνα…

Κύριε….
τα βράδια που άναβες τ’ αστέρια σου
και ‘γω τη μικρή μου λάμπα
άνοιγε όλα μου τα όνειρα βεντάλια…

Κι είχα πολλά όνειρα, Κύριε…
τόσα πολλά που γέμισε η κάμαρά μου
Και δεν χωρούσαν τα έπιπλα και τα παπούτσια μου
έπειτα δεν χωρούσε κι εμένα….



Ποίηση: Βαγγέλης Ροζακέας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Δίσκος: 2000 Μ.Χ.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

proxima estacion : Batan


Αν και η Μαδρίτη μετά βίας συμπεριλαμβάνεται στις πενήντα
πολυπληθέστερες μεγαλουπόλεις του πλανήτη, το δίκτυο της του μετρό, που
οι επιβάτες του το αποκαλούν απλά «το δίκτυο» (la red), είναι σε μήκος το
έκτο εκτενέστερο στον κόσμο και πέρα από την αναμφισβήτητη πρακτική
αξία του, αισθητικά εκφράζει στο ακέραιο το πνεύμα και το χαρακτήρα
ολόκληρης της πόλης. Επίσης, είναι και το «ορεινότερο» μετρό της γηραιάς
ηπείρου, αφού η Μαδρίτη βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο (667 μέτρα,
παρακαλώ, και δεν της φαίνεται καθόλου) από κάθε άλλη ευρωπαϊκή
πρωτεύουσα.
Και μετά από αυτές τις τόσο χρήσιμες για τον καθένα μας πληροφορίες, πάμε
σε άλλα θέματα πιο ανάλαφρα. Στα οποία σίγουρα θα πηγαίναμε πιο εύκολα,
εάν υπήρχε και κάποια κάρτα απεριορίστων διαδρομών που να απευθύνεται
κυρίως στους περιπλανώμενους. Πάντως, ως μέσο, όπως και όλα τα
αξιοπρεπή μετρό, είναι πολύ εξυπηρετικό, αφού μπορεί κανείς με αυτό μέσα
σε ελάχιστα λεπτά και με ένα σχετικά φτηνό εισιτήριο (τελευταία λιγάκι το
ακρίβυναν) να διακτινιστεί από το κέντρο στα παραγνωρισμένα, κι όμως
ενδιαφέροντα, προάστια ή αλλιώς στις «επαρχίες» της Μαδρίτης.
Προσωπικά, θα είχα να σας πω διάφορα για το Menéndez Pelayo ή για το
Tetuan, τα όποια έτυχε να τα επισκεφτώ, μα εδώ, νομίζω, πως δε χωράνε
συμβουλές. Διαλέξτε στην τύχη μια διαδρομή κι αφήστε το δίκτυο να κάνει τη
δουλειά του.

ανακάλυψε περιπλανώμενος, Γιάννης Αντάμης