Σελίδες

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Άνθρωπέ μου..

4 Κυριακές.
Μία Κυριακή για τον καθένα.
Μία για τον μπαμπά..
Μία για τη μαμά..
Όπως θρέφουν τα παιδιά με τέτοια κόλπα, έτσι και η κάθε Κυριακή θρέφει την απουσία.
Θα μεγαλώνει η απουσία σου. 
Το ζήτημα είναι να μη μας καταπιεί.
Γιατι αν μας καταπιεί, τότε ποιός θα θυμάται;
Γιατι..Χωρίς τους παρόντες, δεν υπάρχουν οι απόντες..
Χωρίς τους ζώντες οι τεθνεώτες πεθαίνουν πια για τα καλά.
4 Κυριακές και θα ρθουν κι άλλες τόσες.. Κι άλλες όσες..
Κοιτάζω μα δε σε βλέπω! 
Βλέπω τα όρια της φωτογραφίας αλλά δε βλέπω 
τα όρια της θνητότητας. 
Βλέπω μόνο την αλλαγή, τη μετάβαση.
Ίσως γιατι σαν τέτοια θέλω να δω και τη δική σου τωρινή απουσία.
Ίσως και γιατι δεν έμαθα παρά να φοβάμαι μη σε χάσω.
Και τώρα που σε έχασα, δεν έχω τι να φοβάμαι..

Ένας ήλιος τόσο δυνατός που έκαιγε τα μάτια μου.
Που τώρα σβήστηκε και κάνει ησυχία.
Τα τζιτζίκια που έβγαιναν από τα χείλη σου κόπασαν.
Έμαθα να ζω μέσα στην έρημο της αγάπης σου.
Η όαση έμεινε χωρίς έρημο
αλλά η καμήλα έμαθε να μη γονατίζει..
Η δίκαιη ζωή σου είναι αυτή που δε θέλω να (ξε)χάσω
περισσότερο και από το πρόσωπό σου, τις εκφράσεις σου, την τρυπούλα..

"Ααααχ Κατερίνα μου.. Κάνε τη δουλειά σου εσύ όσο μπορείς καλύτερα και μη δίνεις σημασία τι θα κατεβάσει η γκλάβα του ενός και του άλλου."
"Έχεις δίκιο."
"Το ξέρω ότι έχω δίκιο. Εγώ τα λέω. Αλλά ποιός μ'ακούει;"
Παραπονιάρη Άνθρωπέ μου.
Δεν κατάλαβες ότι αυτό το Άνθρωπέ μου ήταν η πιο μεγάλη στιγμή μας.
Πως δεν υπήρξες παρά μόνο Άνθρωπος για μένα..





Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Α.Τ.

Κλείσμενος στις δικές σου σκέψεις.
Να σε βαραίνει ο κόσμος αυτός και να βουτάς μια στα βαθειά και μια να φοβάσαι..
Μια φορά σε έδειραν κάτι μπάτσοι κι από τότε το αδηφάγο κράτος είχε πάρει την ασφάλειά σου
μακριά μια για πάντα.
Την άλλη σου δικλείδα, αυτή της αγάπης, την είχες χάσει από μικρός. Αν σου δόθηκε ποτέ.
Ανοίχτηκες κάτι φορές και ήταν σα να έμπαινε όλο το φως μέσα μου και είχε μια ζέστη γλυκιά..
Μου έδειχνες  το δικό σου κόσμο, οδηγούσες πάντα ένα αυτοκίνητο κι εγώ ταξίδευα..
Στις βόλτες τα καλοκαίρια περπατούσες πάντα μόνος μπροστά. Με τα χέρια σου σταυρωμένα πίσω.
Σιωπηλός..
Παλιά θυμάμαι πως περπατούσα δίπλα σου και κουβεντιάζαμε οι δυο μας.
Το ίδιο και στην Αθήνα, μετά..
Κάναμε παρέα.
Μετά..Θες που μπήκα εγώ στην εφηβεία..Θες που άρχισα να μην αντέχω τις φωνές σας..
Χωρίστηκαν οι δρόμοι μας και στο αυτοκίνητο μέσα ταξιδεύαμε στα σιωπηλά.
"Το παιδί" φώναζες κι έτρεχες στους γιατρούς να με κάνουν καλά..
Κι έπειτα με πήγες με το αυτοκίνητο μια μεγάλη βόλτα να ξεκουραστεί το μυαλό μου.
Με περίμενε η γιαγιά στο κατώφλι όταν φτάσαμε αργά το μεσημέρι.
Θυμάμαι ο δρόμος κυλούσε αργά κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου σου, σα το μέλι.
Κι έπειτα άρχισα να σου μιλάω. Σου έλεγα : Δε σε ενοχλεί που δε μιλάμε και καθόμαστε έτσι
χωρίς κουβέντα;
Και τότε είπαμε ότι η σιωπή καμιά φορά είναι κι αυτή επικοινωνία, αλλά καμιά φορά..Είναι σα να
βυθιζόμαστε σε δύο διαφορετικούς κόσμους που όλο και απομακρύνονται. Κι εγώ είμαι εδώ, σου είπα.
Και τότε αρχίσαν πάλι οι πορείες μας να έρχονται πιο κοντά.
Ήρθες τότε με άλλο αυτοκίνητο να με δεις μέχρι τη Φλωρεντία, κι έπειτα ήρθες να με δεις στην Κω..
Κι έπειτα ήρθες να με πάρεις από το σπίτι μου ένα βράδυ που δεν ένιωθα ασφαλής.
Και με πήγες και σε μια δουλειά επειδή δεν ήξερα πως να πάω. Και πάρκαρες το αμάξι επειδή δεν
ήξερα να οδηγώ.. Και τακτοποιούσες τις φορολογικές εκκρεμότητες για να μην παιδεύομαι..
Και μια μέρα.Έμαθα σε πείσμα να παρκάρω και δεν ήταν ανάγκη πια να κατεβαίνεις εσύ με τις πιζάμες..
Κι έπειτα πήγαμε το μεγάλο ταξίδι μας. Στην Πόλη.
Μου είπες τότε : Μη σε ξαναδω να κλαίς..
Σα να αρρώσταινε η ψυχή σου ήταν μαζί με τη δική μου.
Μια μέρα πήγατε στο γιατρό.
Γυρνώντας συνάντησα τη μαμά στο δρόμο να κλαίει. Τί έχεις, τη ρώτησα.
Ο μπαμπάς, μου είπε.. Τελικό στάδιο, είπε..
Θα το παλέψουμε..Θα το φτιάξουμε..Εμείς. Γιατι πάντα, έστω και για λίγο, πέφτει το μυαλό στην παγίδα του εμείς μπορούμε. Οι άλλοι δεν.. Εμείς.
Πέρασαν οι πιο αγαπημένες γιορτές των τελευταίων χρόνων.
Ο νέος χρόνος, σιωπούσε στην πρώτη μας συνάντηση, αλλά νόμισα ότι ήταν από τα δικά μας γέλια που δεν τον άκουσα.
Κάθε 15 μέρες..Σε ένα σκληρό κρεβάτι.
Να περιμένεις. Να κουράζεσαι. Να θυμώνεις. Να ελπίζεις και να απελπίζεσαι. Και το κορίτσι σου εκεί. Φρουρός. Να το διαολοστέλνεις πάνω στην αίσθηση της ανασφάλειας που σου δημιουργούσε το σώμα σου και το σώμα της χώρας που αγάπησες, κι εκείνη εκεί. ΕΚΕΙ.
Νύχτες-μέρες. Νοσοκομεία και ιατρεία.
Κι έπειτα.. Άρχισα να σε χάνω. Το μυαλό σου. Είχε κλειστεί.
Η ψυχή σου είχε ανοίξει αλλά το μυαλό σου εμπόδιζε να διαβάσω τα μηνύματα.
Ο αποχαιρετισμός έγινε γύρω από ένα τραπέζι χαράς.
Στα ίδια μέρη που με πήγαινες όταν ήμουν μικρή με το αυτοκίνητό σου,
τώρα σε πήγα εγώ.
Ο γιατρός, πάλι, είχε πει : Δεν πιστεύω να οδηγείτε..
Χωρίς το αυτοκίνητό σου, ήσουν σα..Χωρίς πόδια.
Εσύ ήσουν το αυτοκίνητο!
Σε φίλησα εκείνο το βράδυ και σε άφησα να το παρκάρεις, όπως ζήτησες.
Το επόμενο πρωί θυμάμαι, λίγο πριν ακούσω τις φωνές σου, να μου λες
"Μπλέξαμε Κατερίνα.. Το αυτοκίνητο είναι Τσιμισκή και Ιπποκράτους..Άντε..Πήγαινε να μη στενοχωριέσαι.."
Αυτό ήταν. Έπειτα να τρέχουν οι γιατροί.. Και η μαμά να υπογράφει κάτι χαρτιά..
Κι έπειτα για 12 μέρες δεν ξανάκουσα τη φωνή σου..
Κι έπειτα ένα τηλεφώνημα, "Ο μπαμπάς.."
Ποιός θα μου σφύριζε πάλι σα να ήμουν κυνηγόσκυλο;
Με ποιόν θα ξανατσακωνόμουν μέχρι ακύρωσης της ίδιας της ύπαρξης..
Ποιός θα με ξανακαλέσει για καφέ στο Σύνταγμα και το Μοναστηράκι..
Κανείς.
Το σώμα σου κλείστηκε μέσα στο κουτί και πια δε σε βαραίνει.
Η ψυχή σου είναι ελεύθερη κι ευτυχισμένη.
Η φύση έχει τη δική της ροή. Το παιχνίδι παίζεται στο παρόν.
Μου λείπεις. Αλλά θα μάθω κι έτσι.