Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Το κάλεσμα μιας άνοιξης που δε ζήσαμε

Μυρίζουν τα άνθη από τις πορτοκαλιές του κήπου,
εκεί που βλέπει το παράθυρο του μικρού δωματίου.

Ξαπλωμένη σε αυτό το μικρό, στενό, σιδερένιο κρεβάτι.
Η λευκή, λεπτή κουρτίνα αργοσαλεύει στο ρυθμό του απαλού 
βραδινού, θαλασσινού ανέμου..
Ίσα να καλεί μες στο δωματιο τη νυχτερινή αύρα..

Ενα νυχτοπούλι κρατάει το τέμπο, 
να μη χαθούμε στο λιγωτικό αυτό ανοιξιάτικο βράδυ.

Στο στήθος σου φυτρώνουν χαμομήλια
Στο δικό μου τριγυρνούν μέλισσες και στάζει το μέλι στον αφαλό μου

Σεντόνια λευκά.. Χέρια λευκά.. Δεμένα.. Ειδωμένα μετά από καιρό..

Εξόριστοι σε έναν έρωτα & σε έναν χρόνο σταματημένο.. 

Δεν είναι που δεν έχει κι εδώ πορτοκαλιές..Αλίμονο..
Μεθώ και τριγυρνώ.. 
Σε μια ανάμνηση που δεν έζησα. 
«Τρέλα», μην το βάλεις στα χείλη σου
Μια αίσθηση πες, που έτυχε, και υπερβαίνει τα όρια 
Ενόραση, που νικάει τις αρνήσεις του νου.
Κι ας μην είσαι. Κι ας μην είμαι.
Αποψε ανταμώσαμε στο νεφέλωμα.

Ίσως και να μην είσαι καν εσύ, 
μα ό,τι ονειρεύτηκα ότι μπορει να γίνεις.
Μην το μουντζουρώσεις, σε παρακαλώ. 
Άσε με αποψε να μεθάω.
Κι απ’ αύριο πάλι γινόμαστε ξένοι.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Post title

Μου λείπεις τόσο που οι ώρες που ζήσαμε μαζί κραυγάζουν μες στη νύχτα
και λέω για να κοιμηθώ πως είναι τα σκυλιά που γαβγίζουν..
Νιώθω το δέρμα μου να καίγεται.
Το κορμί μου πάλλεται και παλεύει με την απουσία.
Τα μαλλιά μου αγρίεψαν..
Τα χείλη μου στέγνωσαν.

Πονάει το σώμα μου που δεν το αγγίζεις..
Έρωτας και αυτοεξορία..
Έρωτας και πανδημία..
Τί είναι η πανδημία περισσότερο από την απαγόρευση να σε αγγίξω..;
Νιώθω σαν η αφή να μηδενίζει..
Λες και δεν αγγιχτήκαμε ποτέ..

Θέλω να τρέξω στους δρόμους..
Να σου δώσω λίγο ή πολύ από το κουράγιο μου, όταν σε κυκλώνουν οι φόβοι σου να το κρατάς ασπίδα κι όπλο μαζί με την καρδιά σου.
Σα μητέρα να σε κοιμίσω και να φύγω.
Σα φίλη να ακούσω τις μοναχικές σου σκέψεις.
Σαν αδερφή να σου κρατήσω το χέρι.
Και να σου πω πως ξημερώνει..
Και να μου πεις να κάνουμε σκανταλιές..
Και να σ' αφήσω να πειράζεις την ησυχία του σπιτιού.
Σαν σύντροφος να ξαπλώσεις στην αγκαλιά μου να ζεσταθείς.
Ξέροντας κι οι δυο ότι τίποτα δε θα είναι ίδιο μετά.
Ξέροντας κι οι δυο ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα.
Ξέροντας κι οι δυο ότι ίσως είναι αυτή η μεγάλη στιγμή του ποτέ.

Αν σου μιλώ αυτές τις ώρες είναι γιατι ξέρω ότι η καρδιά σου είναι πιο ανοιχτή από τον έναστρο ουρανό..
Δεν είναι οι καρδιές παρά μπάλες στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ένα βιαστικό και απρόσεχτο πέρασμα και γίναν κομμάτια..
Δεν είναι για λύπηση, μόνο φροντίδα και προσοχή θέλουν.
Δεν είναι για αποθήκευση, αφού τη στιγμή που θα τις κρατήσεις στα χέρια σου περιμένουν για να λάμψουν στο φως.

Ένα μεγάλο σ' αγαπώ κι ένα φοβάμαι, αντίκρυ απ' τον καθένα μας.
Ένα ναι και ένα όχι.
Ένα ίσως κι ένα μπορεί.
Και ποιός σου είπε πως δε φοβάμαι..;
Και ποιός σου είπε ότι μπορώ..;
Είναι η επιθυμία για ζωή που με βάζει μέσα ξανά.
Είναι ίσως, κι εκείνο το όνειρο, που ταξίδεψα πολύ πάνω στα κύματα χωρίς να βλέπω με ποιόν μέχρι να φτάσουμε στην ακτή..
Κι αν μένω,
πάντα, είναι για 'κείνο το μπορεί..